- παραγκωνίζομαι
- παραγκωνίζομαι, παραγκωνίστηκα, παραγκωνισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραγκωνίζω — ΝΑ 1. (ενεργ. και μέσ.) απωθώ κάποιον με τους αγκώνες μου, απομακρύνω κάποιον σπρώχνοντάς τον με τους αγκώνες μου 2. μτφ. παραμερίζω αυτόν που αποτελεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση τών σκοπών μου, υποσκελίζω κάποιον προκειμένου να αναδειχθώ αρχ. 1 … Dictionary of Greek
παραμερίζω — παραμέρισα, παραμερίστηκα, παραμερισμένος 1. μτβ., βάζω κάτι ή σπρώχνω κάποιον στην άκρη: Παραμέρισε με τα χέρια του το πλήθος και πήγε κοντά στο χτυπημένο. 2. αμτβ., πάω στην άκρη, παράμερα, στην μπάντα: Ο κόσμος παραμέριζε, όταν περνούσε ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)